- συμπρόεδρος
- συμ-πρό-εδρος, mit od. zugleich vorsitzend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπρόεδρος — ο, ΝΑ και θηλ. συμπρόεδρος, η, Ν [πρόεδρος] πρόεδρος μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συμπροέδρους — συμπρόεδρος jointpresident masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπρόεδροι — συμπρόεδρος jointpresident masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπροεδρεύω — Ν [συμπρόεδρος] ασκώ καθήκοντα προέδρου μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek